- δεψικός
- -ή, -όαυτός που είναι κατάλληλος για τη δέψη, την κατεργασία δερμάτων: Τα δεψικά υλικά είναι ακριβά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεψικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για την επεξεργασία τών δερμάτων 2. «δεψικές ύλες ή ουσίες» διαδομένες στον φυτικό κόσμο ύλες, οι οποίες έχουν την ιδιότητα να μετατρέπουν σε δέρμα τη βύρσα, το ακατέργαστο δέρμα 3. το θηλ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
ρηοδεψικός — ή, ό, Ν αυτός που παράγεται από τα οξέα τού φυτού ρήο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρήο + δεψικός (< δέψη)] … Dictionary of Greek